Δεν είχε σπουδάσει γιατί οι γονείς πέθαναν όταν ήταν σε πολύ μικρή ηλικία, αλλά είχε γενικότερη μόρφωση, μάλιστα μόρφωση ψυχής, που τη μαρτυρούσαν η πολύπλευρη πείρα και οι πολλές αρετές του. Όσοι τον γνώρισαν, διατηρούν στη μνήμη τους, ότι ήταν πάντοτε και προς όλους ευγενής, ευχάριστος, περιποιητικός και διδακτικός.

Κάποτε όμως κλονίστηκε η υγεία του και οι δυνάμεις του ελαττώθηκαν. Η όασή του μειώθηκε στο ελάχιστο. Έφτασε στο σημείο να μη μπορεί να ανταποκρίνεται στις υποχρεώσεις του και στις πολλές ανάγκες του Μοναστηριού, στο οποίο χρόνια ολόκληρα ήταν μόνος. Σε ποιον όμως να αφήσει τη φροντίδα της Μονής. Δεν του έκανε η καρδιά να το αφήσει εγκαταλελειμμένο. Ο πόνος και η αγάπη του γι’ αυτό υπερνικούσαν τη σωματική του ασθένεια και αδυναμία. Παρέμεινε με την ελπίδα ότι ο Θεός και η Παναγία θα βρουν κάποια λύση. Η πρόταση του τότε Σεβασμιότατου Διονυσίου να μετατραπεί το Μοναστήρι σε γυναικείο τον βρήκε σύμφωνο. Αποτραβήχτηκε σε ένα δωμάτιο του ξενώνα και όταν άρχισε όλα να λειτουργούν κανονικά μετέβη σε ένα Μοναστήρι του Αγίου Φανουρίου στην Αττική για να γεροκομηθεί. Ηγούμενος της Μονής ήταν ο π. Διονύσιος, ένα «παραπαίδι» του, δηλαδή ένας μοναχός που τον είχε κοντά του από μικρό παιδί. Απεβίωσε το 1975 σε ηλικία περίπου 70 ετών.

Ο π. Γεννάδιος ήταν επίσης και εξαίσιος μάγειρας. Ο χώρος που μαγείρευε ήταν ένα ξεχωριστό τμήμα του Μοναστηριού που καλούνταν μαγειρείο, που η οροφή του κατέληγε σε έναν τεράστιο τρούλο από όπου έβγαινε ο καπνός. Το κτίσμα αυτό γκρεμίστηκε όταν ήταν 700 ετών.

«Το μαγειρείο με τον τρούλο

Όταν έβλεπες το Μοναστήρι από μακριά, δέσποζε ο μαύρος τρούλος του μαγειρείου, που πάντα κάπνιζε. Στα 1000 χρόνια ζωής του μοναστηριού, πολλές πυρκαγιές εξαφάνισαν κειμήλια, βιβλιοθήκες που, όπως λέγεται, ήταν από τις πλουσιότερες των μοναστηριών της περιοχής. Το μόνο τμήμα του, που δεν φοβόταν τη φωτιά, ήταν το μαγειρείο. Για τον λόγο αυτό επιβίωσε για 770 χρόνια. Ήταν το μέρος, όπου δεν φοβόμουνα καθόλου. Ένιωθα να με προστατεύει η φωτιά με τη λάμψη και τη θαλπωρή της. Οι τρούλοι συνήθως υποδηλώνουν ναούς και όχι μαγειρεία. Εδώ φαίνεται ότι ήταν ο ναός της λατρείας της γήινης υπόστασης του θείου. Πιθανόν γι’ αυτό μου άρεσε τόσο πολύ ο χώρος αυτός. Παρατηρούσα τον καπνό να ανεβαίνει, έφτανε στον τρούλο, έκανε βόλτες και μετά έβρισκε ένα από τα πολλά παραθυράκια, το έσκαγε και ταξίδευε στον ουρανό. «Κοίταξε», έλεγα μέσα μου, «η φωτιά έχει δυο παιδιά. Τη στάχτη και τον καπνό. Ενώ ο καπνόταξιδεύει για τον ουρανό, η στάχτη είναι καταδικασμένη να είναι δεμένη με τη γη. Η φωτιά μοιάζει με τον πόλεμο. «Πόλεμος πάντων πατήρ πάντων βασιλεύς, τους δε θεούς ανέδειξε τους δε ανθρώπους, τους δε δούλους εποίησε τους δε ελεύθερους», έλεγε ο Ηράκλειτος. Και η στάχτη μένει εδώ, όπως τα απομεινάρια της ματαιότητας…

Μαγειρεύαμε σε αυτό το μαγειρείο. Ο Ηγούμενος π. Γεννάδιος, ήταν ένας μάγος στην κουζίνα και η φήμη του αυτή έφτανε πολύ μακριά. Αν και απομονωμένος, απορούσες πώς κατάφερνε να συνδυάζει την εμπειρία και τη φαντασία πολλών αιώνων και πολλών τόπων μαζί. Όταν φυσούσε ο άνεμος και δεν είχε αναπαμό και το μουγκρητό του αέρα περνούσε από τα παράθυρα του τρούλου και εγκλώβιζε τον καπνό στο εσωτερικό του μαγειρείου, εμείς ήμασταν βουτηγμένοι στα δάκρυα και βήχαμε. Αφιλόξενο το μαγειρείο αυτές τις ανεμοδαρμένες νύχτες. Αν κοιτούσες ψηλά προς τον τρούλο, έβλεπες ένα μαύρο πέπλο, ένα σάβανο από καπνό, που ξεσκέπαζε την άλλη όψη της ύπαρξής μας. Τότε σβήναμε τη φωτιά και με ένα φανάρι μέσα στο βουβό σκοτάδι πηγαίναμε στο πιο απομακρυσμένο κελί του Μοναστηριού, εκεί όπου μας περίμενε η ζεστασιά του τζακιού. Όταν πάλι τα βράδια ήταν ήρεμα με ολόγιομο φεγγάρι, η φεγγαροφώτιστη σιωπή της νύχτας περνούσε μέσα από τα ανεμοδαρμένα και καπνισμένα ανοίγματα του τρούλου και, παίζοντας με τη λάμψη της φωτιάς, γαλήνευε καθώς εισχωρούσε σαν μια γλυκιά μελωδία στις μοναξιές όλων μας. Στις μοναξιές που αναζητούσαν να βρουν φωνή στη σιωπή του Θεού, που μας φόβιζε. Μέσα σε μια τέτοια ατμόσφαιρα, οι ονειροπολήσεις γίνονταν λωλές και η μυστηριώδης πνοή του Θεού θρονιαζόταν στο άδυτο της καρδιάς μας.

Όταν μετά από πολλά χρόνια επέστρεψα στο χωριό, αντίκρισα το Μοναστήρι χωρίς τον τρούλο του μαγειρείου. Ο αποτρόπαιος ήχος της καταστροφής του πέρασε σαν μαχαιριά από την καρδιά μου, σπάζοντας μερικές από τις χορδές του δοξαριού της, που ξεχύθηκαν μέσα μου. Επτακόσια εβδομήντα χρόνια ιστορίας εξαφανίστηκαν σε λίγες ώρες κάτω από τα χτυπήματα μιας μπουλντόζας! Αχ, αυτή η απερισκεψία του νεοέλληνα που, μέσα στην άγνοια και την απαιδευσιά του, χτίζει πάνω στα συντρίμμια της Ιστορίας του, περιφρονεί το παλιό, μη γνωρίζοντας την αξία και την ομορφιά της αυθεντικότητάς του. Γκρέμισμα στο βωμό της ανοικοδόμησης! Όπως τότε, που οι βυζαντινοί έχτιζαν τους χριστιανικούς ναούς στα συντρίμμια των αρχαίων ναών. Για μια στιγμή ένιωσα πως ο θεός του γκρεμισμένου τρούλου δεν θα το συγχωρούσε ποτέ αυτό. “

Από το βιβλίο «Στην κόψη του σπαθιού και του στοχασμού» του Αριστοτέλη Ράπτη