Επιστολές Παύλου Μελά στη συζυγό του γραμμένη κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Ιερά Μονή Σταγιάδων
"Νάτα μου,
Χθες εις Γάβροβον σου έγραφα ότι θά διέλθωμεν τήν γραμμήν τήν ιδίαν έσπέραν. Άλλά δυστυχώς δέν το κατωρθώσαμεν διότι ή άπό Γαβρόβου εις τά σύνορα πορεία, έκτός ότι είναι ήδη αρκετά μεγάλη, είναι καί φοβερά δύσκολος γινομένη μάλιστα τήν νύκτα μέ βαθύ σκότος. Χθες λοιπόν, άφού σου έγραψα, έφόρεσα τον φοβερόν ντουλαμάν μου καί διά πρώτην φοράν παρέστην πάνοπλος προ των ανδρών μου. Ή έντύπωσις ήτο καλή, διότι μέχρι της στιγμής εκείνης εφόρουν τό άπαίσιον ψάθινον καπέλλο καί τό πανταλόνι του Ρετσίνα καί βεβαίως δέν τους έγέμιζα τό μάτι. Τους έκάλεσα αμέσως καί τους ώμίλησα μέ όλον τόν ένθουσιασμόν καί τήν καρδιά μου διά τήν ύπόθεσίν μας. ΄Εθιξα έν γένει όλα τά ζητήματα, τους εξιστόρησα τά πάθη τών αδελφών μας, τους είπα πώς θά έργασθώμεν, πώς απαιτώ νά συμπεριφέρονται μαζί μου καί μεταξύ των κτλ. Ένθουσιάσθησαν καί πολλοί έδάκρυσαν καί έζητωκραύγασαν. Έφύγαμεν αμέσως κατόπιν, δηλαδή περί τάς 7 μ.μ.
Έπροπορεύετο ό οδηγός, αμέσως κατόπιν εγώ καί οπίσω ό ένας κατόπιν τού άλλου. Προσέλαβα ώς ψυχογυιόν μου ένα νέον 20 ετών, Γιάννη Τσιακνάκην, άπό το χωριό Μαλαθριά του Όλύμπου. Είναι έξυπνο παιδί, αν και πρώτην φοράν εξέρχεται ως άρματωλός και δεν γνωρίζει σχεδόν την χρήσιν του όπλου. 'Αλλ' επέμεινε τόσον πολύ νά μέ άκολουθήση, καί μου τον έσύστησαν τόσον θερμώς, ώστε τον προσέλαβα διά νά μου βαστάζη τόν σάκκον μου, προ πάντων, καί καμιά φορά καί την κάπα μου. Μεταξύ τών ανδρών μου δεν κάμνω διακρίσεις, παρατηρώ μόνον την διαγωγήν των καί την ικανότητα καί κρίσιν ενός έκαστου διά νά σχηματίσω γνώμην, ολίγον κατ' ολίγον, διά τους μέλλοντας αρχηγούς τών σωμάτων. Ό Κατσαμάκας εκ Δεσκάτης βεβαίως έχει όλα τ' απαιτούμενα προσόντα. Είναι στενός φίλος πολλών καλών αξιωματικών, οι όποίοι μου τον έσύστησαν θερμώς. Και πραγματικώς είναι ευφυέστατος, προσεκτικώτατος, μέ αγαπά πολύ καί μου είναι πολύ άφωσιωμένος. Οί Κρήτες μου είναι λαμπροί, έχομεν δε ένα εξ αυτών, τόν γέρο Άνδρουλήν Δικωνυμάκην, 50 ετών, εύφυέστατον καί νοστιμώτατον. Διασκεδάζει όλους τους ανθρώπους μου.
Μετά πολύ κοπιαστικήν πορείαν 5 ωρών καί ωριαίας στάσεις 1/4 τής ώρας, έφθάσαμεν εις τάς 2 περίπου της πρωίας πλησίον της μονής της Μερίτσας. Αυτή ή μονή είναι αρχαιότατη, άλλα δεν έχει τίποτε το άξιοπαρατήρητον. Άφού έκοιμήθημεν έξω επί 1 και 1/2 ώραν, είσήλθομεν εις αυτήν περί τάς 3 της νυκτός, καί τούτο διά νά μή μας ίδούν οί κάτοικοι τών περιχώρων καί οί Τούρκοι τών σταθμών, οί όποιοι είναι πολύ πλησίον. Εντός της μονής σταθμεύει ένας λοχίας τών ευζώνων μέ 5 εύζώνους. Ό λοχίας είναι κουμπάρος του Κατσαμάκα είναι 25 έτη υπαξιωματικός, άπό την Ναύπακτον (Γαρουφαλής Αναστάσιος), έκτακτος τύπος ανδρός καί στρατιώτου, ήσυχος, σώφρων, δραστηριώτατος. Ό Κατσαμάκας του είπε ποίος είμαι - νά έβλεπες την χαράν του! Μου έδωσεν αμέσως καθαρά κλινοσκεπάσματα καί το κρεβάτι του καί έπεσα σάν ψόφιος. Έκοιμήθηκα μέχρι τής 8 π.μ. της σήμερον. Έπεσκέφθην τόν ήγούμενον, ό όποιος είναι άπό τό Κακοπλεύρι. Ό υίός του είναι δήμαρχος τής Μερίτσας καί ιατρός. "Οταν είσήλθομεν εις την μονήν ήτον έκεί, άλλα φοβηθείς μή ένοχοποιηθή αν οί Τούρκοι έμάνθανον ποτέ ότι ήτο μέσα όταν έμβήκαν οι άντάρται και του σφάξουν τά πρόβατά του, τα όποια είναι εις τό τουρκικόν έδαφος, εφυγεν αμέσως! Ό λοχίας μας έφερε δύο σφακτά και μας τά ετοίμασε με ρύζι κρασί καλόν έχει ή μονή. ΄Ωστε τό μεσημέρι έφάγαμεν λαμπρά. Παρεκάλεσα τον ήγούμενον νά μας έπιτρέψη νά μεταλάβωμεν εις την μονήν καί, άφού έφερεν αντιρρήσεις, τό έπέτρεψεν επί τέλους. ΄Ωστε μετ' ολίγον θά έκτελέσωμεν τό καθήκον αυτό διά νά είμεθα έν τάξει. Ό λοχίας έστειλε δύο περιπολίας νά κατοπτεύσουν τους Τούρκους, ώστε μετά τάς 9 1/2 μ·μ· θά μας οδηγήσουν αυτοί οι ίδιοι.
΄Αγγελέ μου, σε φιλώ καί πάλιν καί σ' ευλογώ διά τό θάρρος τό όποίον μου δίδεις καί τήν πεποίθησιν τήν οποίαν μου εμπνέεις. Ήξεύρω οτι τά παιδιά μου είναι είς καλά χέρια καί αυτή είναι ή μεγαλύτερή μου ευτυχία. Έάν δε δώση ό Θεός καί κάμω καλά τό προς τήν Πατρίδα καθήκον μου, τότε πλέον θά είμαι ό ευτυχέστερος τών θνητών, διότι θά δικαιούμαι νά έλθω νά ζήσω ήσύχως πλησίον σας. Καλήν άντάμωσιν, αγάπη μου, φεύγω με καρδιά γερή καί μυαλό ήσυχο. ΄Εχε πεποίθησιν είς τον άνδρα σου, θά προσπαθήση νά είναι φρόνιμος. Τά παιδιά μου τά φιλώ εις τά ματάκια τους, τό στόμα τους, τον λαιμόν τους.
Π.
Χθες εις τάς 8 1/2 μ.μ. ακριβώς διέταξα στάσιν διά νά καθήσω καί νά σας συλλογισθώ. Κατ' έκείνην τήν ώραν ήσθε είς τό τραπέζι όλοι, έορτάζοντες τήν έορτήν σου. ΄Επιναν εις ύγείαν σου βεβαίως έκείνην τήν στιγμήν καί εγώ σ' έφιλούσα καί σ' ευλογούσα."
Νάτα μου,
Χθες, όταν έτελείωσα τό γράμμα μου, επήγα εις τήν έκκλησίαν τής μονής με τους άνδρας μου. Είναι παλαιότατη, βυζαντινή. Οι τοίχοι κατάμαυροι, σχεδόν σκεπασμένοι με εικόνας αγίων φωτίζεται μόνον από ενα μικρόν παράθυρον επάνω εις την αύλήν της μονής. Άκούσαμεν τον έσπερινόν πρώτα και κατόπιν μας μετέλαβεν ό γέρων χωρικός ιερεύς της μονής. Ουδέποτε με τόσην κατάνυξιν μετέλαβα. Ό νους μου διαρκώς έστρέφετο προς Εκείνον ό όποίος χάριν ημών και τής θείας θρησκείας Του υπέστη το μαρτύριον. Το μέγεθος τής θυσίας Του, το μέγεθος τής αποστολής Του μ' έκαμναν να αισθάνωμαι πόσον μικροί και πόσον μακράν Αύτού ευρισκόμεθα, άλλα και συγχρόνως μ' ενεθάρρυναν. Πάντοτε Τον έλάτρευσα δια τήν θρησκείαν Του και Τον έθαύμασα διά τήν θυσίαν Του. Ελπίζω να μας βοηθήση. Αισθάνομαι τώρα ισχυρός, γενναίος και καλύτερος έτοιμος δε νά κάμω τα πάντα.
Μετά τήν Μετάληψιν, έδειπνήσαμεν ελαφρά και κατόπιν με τον λοχίαν, τον καλόν αυτόν άνθρωπον επί κεφαλής, έπεράσαμεν τα σύνορα και ευρισκόμεθα ασφαλώς έδώ.
Χαίρε, αγάπη μου, μη με σκέπτεσαι πλέον έμενα, άλλ' εύχήσου διά τήν έπιτυχίαν τής άγιας αποστολής μας. Φίλησε τήν μητέρα μου και τους αδελφούς μου, ως επίσης όλην τήν άγίαν έλληνικήν και χριστιανικήν οίκογένειάν σου
Τά παιδιά φιλώ και ευλογώ
Παύλος
Έν βία διότι επιστρέφει ο οδηγός μας.